υποχωρώ

υποχωρώ
1) caler
2) céder

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • υποχωρώ — ὑποχωρῶ, έω, ΝΜΑ [χωρῶ] αποσύρομαι προς τα πίσω, οπισθοδρομώ, οπισθοχωρώ («ὡς εἶδον τὰς τῶν Πελοποννησίων ναῡς προσπλεούσας, ὑπεχώρησαν ἐς τὴν Σάμον», Θουκ.) νεοελλ. 1. υφίσταμαι καθίζηση ή πτώση («το έδαφος υποχώρησε κάτω από τα πόδια τους») 2.… …   Dictionary of Greek

  • υποχωρώ — υποχωρώ, υποχώρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποχωρώ — υποχώρησα 1. αμτβ., πηγαίνω προς τα πίσω, οπισθοχωρώ: Υποχώρησε ο εχθρός. 2. παθαίνω καθίζηση, κατολισθαίνω, βουλιάζω: Το έδαφος υποχώρησε. 3. αποβάλλω την ένταση, κόβω την ορμή μου: Υποχώρησε ο πυρετός. 4. μτφ., δέχομαι τη γνώμη άλλου: Υποχώρηοε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποχωρῶ — ὑποχωρέω go back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑποχωρέω go back pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὑποχωρέω go back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑποχωρέω go back pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είκω — εἴκω (Α) 1. υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι 2. παραμερίζω σε ένδειξη τιμής 3. υποχωρώ, παραδίνομαι σε ψυχικό πάθος ή ορμή 4. (για καταστάσεις) ενδίδω, υποκύπτω στις περιστάσεις 5. (με γεν.) αποχωρώ από μια θέση 6. (μτβ.) παραδίνω, αφήνω,… …   Dictionary of Greek

  • ενδίδω — (AM ἐνδίδωμι) 1. υποχωρώ, υποκύπτω («μή συγχωρεῑν ἐνδόντα τῇ τῶν πλειόνων γνώμη», Δημ.) 2. (για στέγη, πόρτα ή εύκαμπτα αντικείμενα) υποχωρώ, λυγίζω («με την ώθηση η σκεπή ενέδωσε») μσν. προστάζω, διατάζω αρχ. 1. δίνω στα χέρια («ἐνδοῡναι τήν… …   Dictionary of Greek

  • καθυπείκω — (AM) (επιτατ. τού είκω) υποχωρώ, υποχωρώ εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπ είκω «υποχωρώ»] …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • υπείκω — ΜΑ, και επικ. τ. ὑποείκω Α μτφ. υποχωρώ, ενδίδω, υποτάσσομαι (α. «πείθεσθε τοῑς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», ΚΔ β. «οἱ μοναχοὶ τῷ κληρονόμῳ μου,... ὑποτασσόμενοι καὶ ὑπείκοντες ἔσονται», Μιχ. Ατταλ.) αρχ. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι 2 …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

  • ανθυποχωρώ — (Α ἀνθυποχωρῶ) υποχωρώ αμοιβαία, υποχωρώ κι εγώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”